πρόπεδο(ν)

πρόπεδο(ν)
το, Ν
τμήμα εδάφους επικλινές και ανοιχτό στη θέα μεταξύ τών πρανών οχυρής τοποθεσίας, το οποίο δεν παρέχει προκάλυμμα στους επιτιθεμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πέδον «έδαφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”